Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Δώσ' του Κλώτσο να Γυρίσει...

Παραμύθι ν' αρχινήσει...
"...οι Έλληνες αυτοί παρέμειναν μια «κινητή δημοκρατία», που πολεμούσε και ταυτόχρονα ψήφιζε..."

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο ανατολικό τμήμα του αρχαίου μεσογειακού κόσμου, οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν σκλάβοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Είτε αποτελούσαν κτήματα άλλων, κατά την κλασική έννοια της λέξης «σκλάβος», είτε βρίσκονταν υπό την εξουσία κάποιων σε τέτοιο βαθμό, που δεν είχαν κανέναν έλεγχο πάνω στη ζωή τους. Οι περισσότεροι αναγκάζονταν να δίνουν ένα μεγάλο μέρος από τα αγαθά που παρήγαγαν ως φόρο σε αυτοκράτορες, βασιλιάδες, διοικητές επαρχιών και σε μια σειρά άλλων τοπικών τυράννων και ντόπιων ληστών. Με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος της εποχής έλπιζε να αφεθεί να ζήσει με σχετική ηρεμία το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του. Πολλοί έπεφταν θύματα των συνεχών πολέμων και συγκρούσεων που μαίνονταν σε όλο τον γνωστό αρχαίο κόσμο και πολύ λίγοι πέθαιναν από φυσικό θάνατο. Η διαβίωση των απλών ανθρώπων ήταν εξαιρετικά δύσκολη και η ζωή, όπως την περιέγραψε ο φιλόσοφος Χομπς, «σύντομη, άσχημη και κτηνώδης». Γενικά, δεν ήταν καθόλου ευχάριστη περίοδος για να ζει κανείς και αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τους ανθρώπους την ιστορία των οποίων θα παρακολουθήσουμε στις επόμενες σελίδες αυτου του βιβλίου.
    Είναι η ιστορία μιας σύντομης αλλά ιδιαίτερα βίαιης συμπλοκής, που άρχισε όταν δυο αδέλφια συγκρούστηκαν για το θρόνο της Περσίας. Οι Έλληνες ενεπλάκησαν σ’ αυτήν τη διαμάχη όταν ο νεότερος από τους δυο αδελφούς προσέλαβε ένα ελληνικό στρατιωτικό σώμα ως μισθοφόρους, για να αποτελέσουν τη δύναμη κρούσης του στρατεύματος που ειχε συγκεντρώσει για να επιτεθεί στον μεγαλύτερο αδελφό του, τον βασιλιά της Περσίας. Ήταν μια βραχυχρόνια σύγκρουση σε σχέση με τους πολέμους εκείνης της χρονικής περιόδου και ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που δεν είναι πολύ γνωστή έξω από τους κύκλους όσων ενδιαφέρονται για τα στρατιωτικά θέματα και των μελετητών της αρχαίας Ιστορίας. Ωστόσο, ήταν μια σύγκρουση η οποία έθεσε σε κίνηση μια τεράστια αλλαγή στην ισορροπία των δυνάμεων κατά τον αιώνα που ακολούθησε και τελικά επηρέασε τη μοίρα των πολιτισμών.
    Οι Έλληνες μισθοφόροι, οι οποίοι ακολούθησαν τον νεότερο από τους δύο αδελφούς, τον Κύρο, απέδειξαν στον κόσμο ότι η Περσική Αυτοκρατορία δεν ήταν η αήττητη μονολιθική οντότητα που όλοι τη θεωρούσαν μέχρι τότε. Όταν οι Έλληνες εισχώρησαν στην Περσία, έδειξαν σε όλους τι μπορεί να επιτύχει μια μικρή, αλλά καλά οργανωμένη και πειθαρχημένη δύναμη επαγγελματιών στρατιωτών απέναντι στη μεγαλύτερη αυτοκρατορία στη Γη. Οι Έλληνες, ενάντια σε όλες τις προοπτικές, διείσδυσαν σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας και ανάγκασαν τον πανίσχυρο «βασιλέα των βασιλέων» Αρταξέρξη τον Β' να υποχωρήσει στο πεδίο της μάχης. Για περισσότερο από ένα χρόνο, οι Έλληνες αυτοί, οι οποίοι παρέμειναν γνωστοί ως «Οι Μύριοι», περιπλανήθηκαν για άλλες τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στην Περσική Αυτοκρατορία, προσπαθώντας να βρουν τρόπο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Στη διαδρομή τους έκαψαν και λεηλάτησαν εκατοντάδες χωριά και πόλεις. Πήραν σκλάβους και έτρεψαν σε φυγή κάθε περσικό στράτευμα που στάλθηκε να τους σταματήσει.
    Από τις εκτεταμένες πεδιάδες της δυτικής Μικράς Ασίας μέχρι τις καψαλισμένες ερήμους της Συρίας και μέσα από τα χιονοσκέπαστα βουνά της Αρμενίας μέχρι τις ακτές της Μαύρης θάλασσας, αυτός ο μικρός στρατός πολέμησε με τη φύση και με τον άνθρωπο προκειμένου να επιβιώσει. Μέσα σε όλες τις κακουχίες, οι Ελληνες αυτοί παρέμειναν μια «κινητή δημοκρατία», που πολεμούσε και ταυτόχρονα ψήφιζε ποια πορεία έπρεπε να ακολουθήσει μέσα στα σκοτεινά βάθη της Περσικής Αυτοκρατορίας. Το 60% αυτής της δύναμης των Ελλήνων χάθηκε ή σκοτώθηκε, ωστόσο έδειξαν στον κόσμο ότι το θάρρος, η αντοχή και η αφοσίωση στην ανεξαρτησία μπορούσαν να υπερνικήσουν τις πιο ισχυρές μορφές του ανατολικού δεσποτισμού.
    Ο στρατός αυτός αποτελούνταν από ελεύθερους Έλληνες, οι οποίοι πολέμησαν ενάντια στην Περσία με τη θέλησή τους, και οι οποίοι διοικούνταν με τη δική τους συγκατάθεση και ακολουθούσαν τους ηγέτες που είχαν επιλέξει οι ίδιοι. Ο κάθε άντρας, από τον οπλίτη μέχρι τον στρατηγό, υπερασπιζόταν με σθένος το δικαίωμά του να ακουστεί στη συγκέντρωση του στρατεύματος και να διατυπώσει τη γνώμη του πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Ήταν άντρες που αποδέχονταν χωρίς δυσκολία ένα λογικό επιχείρημα, αλλά που την επόμενη στιγμή μπορούσαν να υποχωρήσουν στη δύναμη του συλλογικού αισθήματος και να λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου αυτούς τους οποίους είχαν διαλέξει οι ίδιοι για αρχηγούς τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αποτέλεσαν το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ο φιλόσοφος Σωκράτης φοβόταν ότι μπορούσε να συμβεί στη δημοκρατία: να εκφυλιστεί ο λαός σε όχλο. Ωστόσο, ολόκληρη η στρατιωτική δύναμη της Περσικής Αυτοκρατορίας στάθηκε ανίκανη να υποτάξει αυτόν το μικρό δημοκρατικό στρατό.
    Αρχηγός των Ελλήνων μισθοφόρων ήταν ο Ξενοφώντας - ένας Αθηναίος που επέλεξε να ζήσει ανάμεσα σε Σπαρτιάτες, ένας φιλόσοφος που βρέθηκε ανάμεσα σε στρατιώτες. Το όνομά του δεν γράφτηκε ποτέ στον κατάλογο των μεγάλων στρατηγών της Ιστορίας. Στην πραγματικότητα, δεν έγινε στρατηγός ύστερα από ειδική εκπαίδευση, λόγω της εμπειρίας του ή λόγω έμφυτης κλίσης, αλλά προσφέρθηκε και ανέλαβε το ρόλο αυτό όταν οι Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πιο σοβαρή κρίση στην πορεία τους. Τους κράτησε ενωμένους και τους οδήγησε στις πιο δύσκολες και σκοτεινές ώρες. Ήταν ένας εγγράμματος άντρας, που έγινε διοικητής ενός στρατού σκληροτράχηλων μισθοφόρων, ένας διοικητής που βασιζόταν στη λογική και στην πειθώ και όχι στη βία και στο φόβο.
    Στις επόμενες σελίδες ακολουθεί η ιστορία των Μυρίων, η οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, μια απο τις μεγαλύτερες περιπέτειες που έχουν ειπωθεί ή γραφτεί ποτέ. Μια ιστορία που κάθε Άγγλος ή Αμερικανός μαθητής του 18ου και του 19ου αιώνα έπρεπε να μάθει απέξω, σε μια εποχή κατά την οποία τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά ήταν υποχρεωτικά μαθήματα στο σχολείο και θεωρούνταν απαραίτητες γνώσεις κάθε ανθρώπου που ήθελε να λέγεται μορφωμένος. Οι καιροί όμως άλλαξαν και τα αρχαία ελληνικά αφαιρέθηκαν από την ύλη των δημόσιων και των περισσόερων ιδιωτικών σχολείων. Τα λατινικά είχαν λίγο καλύτερη τύχη, αλλά στα ελάχιστα δημόσια σχολεία που διδάσκονται ακόμη, αυτό γίνεται μάλλον για λόγους επίδειξης και δεν αποτελούν αντικείμενο σοβαρής μελέτης.
    Η ιστορία των Μυρίων καταγράφηκε από τον αρχηγό τους, τον Ξενοφώντα, τον 4ο αιώνα π.Χ., στο βιβλίο του Κύρου Ανάβασις. Το βιβλίο αποτελεί μια από τις πιο σπουδαίες διατριβές που γράφτηκαν ποτέ για τη διεξαγωγή του πολέμου στην αρχαιότητα, για τις τακτικές υποχώρησης, για τις ικανότητες των ηγετικών στελεχών και των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν, για τη δολιότητα της πολιτικής και για την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το κείμενο γράφτηκε σε μια μορφή που είναι χαρακτηριστική τhς χρυσής περιόδου της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. 
    Η ιστορία είναι γραμμένη σε απλά, αλλά προσεγμένα, ελληνικά, τα οποία απαντώνται σχεδόν στη μέση της περιόδου που μεσολαβεί απο τον Όμηρο μέχρι την Καινή Διαθήκη. Για το λόγο αυτό, η μελέτη του Ξενοφώντα ήταν, μέχρι τις μέρες μας, υποχρεωτική για όσους ήθελαν να ασχοληθούν με σπουδές γύρω από την Αρχαία Ελλάδα, όπως ακριβώς τα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου του Ιούλιου Καίσαρα αποτελούσαν την απαραίτητη εισαγωγή για τη μελέτη της λατινικής λογοτεχνίας.
    Η ιστορία του Ξενοφώντα και των Ελλήνων μισθοφόρων, οι οποίοι διέσχισαν πολεμώντας το μεγαλύτερο μέρος της Περσικής Αυτοκρατορίας, αξίζει να ειπωθεί για άλλη μια φορά, με την ελπίδα ότι, διαβάζοντάς την, οι νεότερες γενιές ίσως παροτρυνθούν να ρίξουν κάτι παραπάνω από μια βιαστική ματιά στον τεράστιο θησαυρό της λογοτεχνίας των κλασικών χρόνων. Οι πιο ηλικιωμένοι αναγνώστες είμαι σίγουρος ότι θα ευχαριστηθούν να ξαναδιαβάσουν μια κλασική ιστορία που διάβασαν στα νιάτα τους και η οποία μας υπενθυμίζει πόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει μέσα σε τόσους αιώνες σχετικά με τον πόλεμο, την πολιτική και την ανθρώπινη φύση.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ των ΒΑΡΒΑΡΩΝ

Τους Έλληνες τους κυρίευσε αμηχανία και φόβος ως προς το τί έπρεπε να κάνουν. Είχαν κάνει το λάθος να παραδώσουν τους καλυτέρους αξιωματικούς τους στα χέρια των Περσών. Παρότι ο Κλέαρχος ήταν καλός στη στρατηγική και στη μάχη, δεν φάνηκε ισάξιος του Τισσαφέρνη στην απάτη και στη δολοπλοκία. Οι Έλληνες είχαν εξαπατηθεί από έναν μάστορα της ίντριγκας και είχαν βρεθεί σε δεινή θέση. Οι περισσότεροι αξιωματικοί τους είχαν δολοφονηθεί ή συλληφθεί, συμπεριλαμβανομένου του Κλέαρχου, που ήταν ο πιο εμπειροπόλεμος απ’ όλους και η πηγή της αυτοπεποίθησής τους. Οι μισθοφόροι ανησυχούσαν τώρα, γιατί ήταν κυκλωμένοι από τις δυνάμεις του βασιλιά σε μια εχθρική χώρα και δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι οι τοπικές φυλές ήταν δυνατόν να τους βοηθήσουν δίνοντάς τους τρόφιμα ή οδηγούς για να τους δείξουν το δρόμο της επιστροφής. Απείχαν χίλια οχτακόσια χιλιόμετρα από τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου και χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα από την πιο κοντινή ελληνική πόλη. Δεν μπορούσαν να κινηθούν προς τα δυτικά, γιατί ήταν αποκομμένοι από αδιάβατα ποτάμια, διώρυγες και ατελείωτες σειρές από αρδευτικά χαντάκια. Ακόμη και αν ξεκινούσαν προς τα δυτικά και κατάφερναν να περάσουν τις διώρυγες και τα ποτάμια, δεν είχαν ιππείς να τους υποστηρίξουν καθώς θα προσπαθούσαν να διασχίσουν τις ανοιχτές πεδιάδες. Στα εκτεταμένα πεδινά το ιππικό και τα δρεπανηφόρα άρματα του βασιλιά θα βρίσκονταν σαφώς σε πλεονεκτική θέση.
    Εκείνο το βράδυ πολύ λίγοι άντρες στο ελληνικό στρατόπεδο είχαν όρεξη να φάνε. Μια κακή διάθεση τους κυρίευσε και τους έπιασε η χειρότερη κατάθλιψη που είχαν νιώσει από την αρχή τής εκστρατείας. Πολλοί δεν πήγαν στο στρατόπεδο να κοιμηθούν εκείνη τη νύχτα, αλλά έπεσαν να ξεκουραστούν όπου βρίσκονταν, έμειναν όμως άγρυπνοι. Οι περισσότεροι στρατιώτες δεν φοβούνταν το θάνατο, αλλά νοσταλγούσαν την πατρίδα τους. Μερικοί σκέφτονταν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και άλλοι τους γονείς και τους φίλους τους. Το μυαλό όλων εκείνο το βράδυ το βασάνιζε η σκέψη ότι σε λίγο θα τους έπιαναν, θα τους βασάνιζαν μέχρι θανάτου και στο τέλος θα τους έθαβαν όλους σε έναν ομαδικό τάφο σε κάποια έρημο της Περσίας. Αν ήταν τυχεροί, θα σκοτώνονταν στη μάχη και τα σώματά τους θα γίνονταν τροφή για τα όρνια. Οι Έλληνες ανησυχούσαν τι θα απογίνει η ψυχή τους, αν το σώμα τους δεν είχε την κατάλληλη ταφή μετά το θάνατο. Όμως, είτε πιάνονταν αιχμάλωτοι και εκτελούνταν είτε σκοτώνονταν στη μάχη, σύντομα όλοι θα τούς ξεχνούσαν στον κόσμο τους και κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ τί τούς είχε συμβεί, μια σκέψη που τούς απασχολούσε όλους περισσότερο απ’ όλες.
    Μέσα στην πιο μαύρη ώρα της απελπισίας και ενώ οι ελπίδες που είχαν για να ζήσουν έμοιαζαν ελάχιστες, εμφανίστηκε ο Ξενοφώντας. Δεν είχε κάποιο βαθμό μέσα στο ελληνικό στράτευμα και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία. Καθώς ήταν ξαπλωμένος στη σκηνή του εκείνο το βράδυ, άρχισε να σκέφτεται γιατί οι Έλληνες, εκείνοι οι γενναίοι άντρες με τους οποίους συμπορευόταν τους τελευταίους μήνες, είχαν αρχίσει να βυθίζονται σε τέτοια απόγνωση. Είχαν εγκαταλειφθεί και έμοιαζαν αποφασισμένοι να αφήσουν τη μοίρα να τούς κάνει ό,τι θέλει. Όμως η αληθινή τους φύση δεν ήταν τέτοια. Για ποιο λόγο έμεναν ξαπλωμένοι εκεί, στο κρύο, σκληρό έδαφος, περιμένοντας το θάνατο; Ο Ξενοφώντας δεν είχε αμφιβολία ότι ο Τισσαφέρνης θα διέταζε επίθεση με το πρώτο φως της ημέρας. Γιατί έπρεπε οι Έλληνες να περιμένουν να τούς σφάξουν σαν τα πρόβατα; Γιατί έπρεπε να προσεύχονται, ελπίζοντας ότι κάποιος θεός θα παρέμβει και θα τούς σώσει την τελευταία στιγμή; Έπρεπε να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους και να σώσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Σηκώθηκε και κάλεσε κοντά του τους λοχαγούς που είχαν υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του φίλου του του Πρόξενου.
     Όταν οι λοχαγοί συγκεντρώθηκαν έξω από τη σκηνή του, ο Ξενοφώντας τους αποκάλυψε ποιες ήταν οι σκέψεις του. Οι Έλληνες είχαν εξαπατηθεί από τον Τισσαφέρνη. Τούς είχε καταφέρει ένα ισχυρό χτύπημα με τη δολοφονία των πιο έμπειρων αξιωματικών τους, αλλά τώρα οι Έλληνες έπρεπε να αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δεν έπρεπε να κάθονται να περιμένουν πότε θα τούς επιτεθούν οι Πέρσες. Έπρεπε να προετοιμαστούν όσο καλύτερα μπορούσαν για τη μάχη εναντίον του στρατού του βασιλιά. Η μόνη άλλη επιλογή ήταν να περιμένουν μοιρολατρικά να βρουν το θάνατο από τα χέρια των Περσών. Ήταν σίγουρο ότι ο Αρταξέρξης δεν θα έδειχνε κανέναν οίκτο. Είχε σκοτώσει και διαμελίσει τον ίδιο του τον αδελφό και ο Ξενοφώντας δεν είχε καμία όρεξη να ταξιδέψει και το δικό του κεφάλι στη Βαβυλώνα σαν τρόπαιο καρφωμένο πάνω σε ένα παλούκι. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι αυτοί που θα έπεφταν ζωντανοί στα χέρια του βασιλιά θα υπέφεραν τα πιο φριχτά βασανιστήρια, για να παραδειγματιστούν και άλλοι Έλληνες που τυχόν τους περνούσε από το μυαλό να συμμετάσχουν σε παρόμοια εκστρατεία εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας. Για ποιο λόγο λοιπόν να περιμένουν αδρανείς να τούς σφάξουν οι Πέρσες το επόμενο πρωί;
    Οι Έλληνες ήταν όλοι επαγγελματίες στρατιώτες, οι καλύτεροι στον κόσμο. Ήταν καλύτερα εκπαιδευμένοι από τους Πέρσες, ώστε να αντεπεξέλθουν στις κακουχίες, και επιπλέον είχαν την εύνοια των θεών. Ο Ξενοφώντας παρότρυνε τους αξιωματικούς να δώσουν με το παράδειγμά τους θάρρος στους απλούς στρατιώτες. Είχαν μείνει λίγοι στρατηγοί ζωντανοί και έπρεπε να πάρουν τη θέση τους κάποιοι λοχαγοί, καθώς και να καλυφθούν όλοι οι άλλοι βαθμοί στο στράτευμα. Παρά τη νεαρή του ηλικία και την έλλειψη εμπειρίας, ο Ξενοφώντας προσφέρθηκε να γίνει στρατηγός, αν δέχονταν οι στρατιώτες.
    Ένας λοχαγός, ο Απολλωνίδης, σηκώθηκε και εξέφρασε στους συγκεντρωμένους τις αντιρρήσεις του σχετικά με τα όσα πρότεινε ο Ξενοφώντας. Είπε ότι οι Έλληνες ήταν ανόητοι αν πίστευαν ότι μπορούσαν να τα βάλουν με τις δυνάμεις του Αρταξέρξη. Άρχισε να απαριθμεί τις δυσκολίες που επρόκειτο να συναντήσουν και παρότρυνε τους συμπατριώτες του να προσπαθήσουν να κερδίσουν τον οίκτο του βασιλιά με την πειθώ και, αν χρειαστεί, να παραδώσουν τα όπλα τους.
    Ο Ξενοφώντας αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Απολλωνίδη και υπενθύμισε στους λοχαγούς ότι οι Πέρσες τούς είχαν προδώσει μόλις προ ολίγου. Ήταν τόσο ανόητος ο Απολλωνίδης ώστε να πιστεύει ότι ο βασιλιάς θα τιμούσε τις υποσχέσεις που είχε δώσει στους Έλληνες; Ο βασιλιάς καταλάβαινε μόνο τη δύναμη των όπλων και ο Ξενοφώντας υπενθύμισε στους λοχαγούς ότι κάθε φορά που οι Έλληνες είχαν πάρει τα όπλα τους και είχαν λάβει θέση έτοιμοι για μάχη, ο βασιλιάς είχε υποχωρήσει και τελικά είχε προτείνει ανακωχή. Ο βασιλιάς της Περσίας ήταν ύπουλος και πονηρός, αλλά δεν ήταν ικανός να τα βάλει με πειθαρχημένους στρατιώτες όπως οι Έλληνες, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την ελευθερία τους.
    Ο Ξενοφώντας αποκήρυξε τον Απολλωνίδη μπροστά στους Έλληνες αξιωματικούς και τον αποκάλεσε ντροπή της Ελλάδας. Ένας άλλος λοχαγός, ο Αγασίας ο Στυμφάλιος σηκώθηκε και πήρε το λόγο και κατηγόρησε τον Απολλωνίδη ότι δεν ήταν Έλληνας. Είπε ότι τον είχε δει που είχε τρυπημένα τα αυτιά, όπως οι κάτοικοι της Λυδίας. Οι Έλληνες θεωρούσαν τους Λυδούς θηλυπρεπείς και, καθώς τα αυτιά του Απολλωνίδη ήταν πράγματι τρυπημένα, τον έδιωξαν από το στρατό.
    Οι λοχαγοί συντάχθηκαν με τον Ξενοφώντα και, επιστρέφοντας στο στρατόπεδο, συγκέντρωσαν όλους τους αξιωμαχικούς που μπόρεσαν να βρουν. Αν ένα τάγμα είχε χάσει τον στρατηγό του, συγκέντρωναν τους λοχαγούς που είχαν απομείνει. Αν κάποιο άλλο τάγμα δεν διέθετε καθόλου αξιωματικούς, επέλεγαν τους μεγαλύτερους σε ηλικία στρατιώτες. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν όλοι οι αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν τελικά έξω από τη σκηνή του Ξενοφώντα και, όταν μετρήθηκαν, είδαν ότι ήταν περίπου εκατό.
     Ο Ιερώνυμος ο Ηλείος τούς εξήγησε για ποιο λόγο τούς είχαν καλέσει. Ύστερα, ζήτησε από τον Ξενοφώντα να τούς περιγράψει το σχέδιό του. Ο Ξενοφώντας σηκώθηκε και επανέλαβε ότι ο βασιλιάς τούς είχε προδώσει και ότι πολλοί Έλληνες στρατηγοί και λοχαγοί είχαν συλληφθεί και δολοφονηθεί, ενώ ήταν καλεσμένοι του Τισσαφέρνη και ανάμεσα στους Έλληνες και στους Πέρσες είχε συνομολογηθεί ανακωχή. Διαβεβαίωσε τους συγκεντρωμένους αξιωματικούς ότι η ίδια τύχη περίμενε κι αυτούς, αν δεν έκαναν τίποτα και περίμεναν αδρανείς την επόμενη κίνηση του βασιλιά.
    Το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούσαν να ελπίζουν οι Έλληνες για να σωθούν ήταν η γενναιότητά τους και οι ικανότητες των αξιωματικών που είχαν μείνει ζωντανοί. Αυτοί οι αξιωματικοί, συνέχισε ο Ξενοφώντας, έπρεπε να εμπνεύσουν στους στρατιώτες αυτοπεποίθηση και να αναπτύξουν τις ηγετικές τους ικανότητες. Διότι, αν οι στρατιώτες έβλεπαν τους αξιωματικούς τους φοβισμένους και αναποφάσιστους, θα αποθαρρύνονταν ακόμη περισσότερο και θα χανόταν κάθε πιθανότητα να σωθεί το στράτευμα. Οι αξιωματικοί έπρεπε να δώσουν το παράδειγμα της ανδρείας και να αποδείξουν στους στρατιώτες ότι ήταν άξιοι για ηγέτες τους. Η πειθαρχία και η αποφασιστικότητα, κατέληξε ο Ξενοφώντας, θα έβγαζαν τους Έλληνες από τη μαύρη εκείνη περίοδο, όπως είχε συμβεί και τόσες άλλες φορές στο παρελθόν.
    Ο Ξενοφώντας πρότεινε να διαλέξουν καινούργιους στρατηγούς για να αντικαταστήσουν αυτούς που πιάστηκαν και δολοφονήθηκαν από τον Τισσαφέρνη. Στη συνέχεια ο στρατός έπρεπε να εμψυχωθεί και να ξυπνήσει από το λήθαργο στον οποίο είχε πέσει, έτσι ώστε να ξαναγίνει η φοβερή πολεμική μηχανή που είχε γεμίσει με τόσο φόβο τις καρδιές των Περσών στα Κούναξα. Γιατί τις μάχες τις κερδίζει η δύναμη, η αποφασιστικότητα και η ανδρεία των αντρών και όχι η αριθμητική υπεροχή. Ακόμη όμως κι αν γνώριζαν την ήττα, συνέχισε ο Ξενοφώντας, ο θάνατος είναι η κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων. Οι Έλληνες όφειλαν να είναι έτοιμοι να συναντήσουν το θάνατο με γενναιότητα, επειδή αυτοί που φοβούνταν το θάνατο και προσπαθούσαν να τον αποφύγουν με οποιονδήποτε τρόπο έβρισκαν στο τέλος θάνατο σκληρό και άδοξο. Οι άντρες όμως που πολεμούσαν γενναία είχαν θάνατο γρήγορο και ένδοξο. Οι πιθανότητες όλων να επιστρέφουν στην Ελλάδα και να ζήσουν μέχρι τα βαθιά γηρατειά ήταν πολύ περισσότερες αν πολεμούσαν γενναία, παρά αν έμεναν άπραγοι και περίμεναν τη σίγουρη σφαγή από τα χέρια του Αρταξέρξη και του Τισσαφέρνη.
    Στη συνέχεια, πήρε το λόγο ο Χειρίσοφος ο Λακεδαιμόνιος, ένας από τους λίγους στρατηγούς που είχε γλιτώσει από τη σφαγή, επειδή δεν είχε ακολουθήσει τους υπόλοιπους στο περσικό στρατόπεδο. Ο Χειρίσοφος επαίνεσε τον Ξενοφώντα για όσα είπε και παρότρυνε τους άλλους αξιωματικούς να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, αν και ο Ξενοφώντας δεν ήταν παρά «ένας απλός Αθηναίος». Επαίνεσε το θάρρος και την αποφασιστικότητά του και είπε ότι αυτό που χρειαζόταν ο ελληνικός στρατός ήταν μερικοί ακόμη αξιωματικοί σαν τον Ξενοφώντα. Κατέληξε συστήνοντας στους αξιωματικούς να επιστρέψουν στις μονάδες τους και να εκλέξουν νέους διοικητές...

[John Prevas, Η Κάθοδος των Μυρίων - Η Πορεία του Ξενοφώντα από την Βαβυλώνα ως την Ελλάδα, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ] 

1 σχόλιο:

  1. Στα δύσκολα διακρίνονται οι "Αρχηγοί".
    Μοιάζει στον Ξενοφώντα κάποιος από τους τωρινούς πολιτικούς;
    Σε πολλές συζητήσεις έχω διαπιστώσει ότι οι σημερινοί πολίτες ζητούν κάποιον Αρχηγό, που να είναι ήδη προβεβλημένος. Ο Ξενοφών δεν ήταν . .

    Σ΄ευχαριστώ φίλε για την επίκαιρη αναφορά σου.

    Παναγιώτης Μοροζίνης panmornf35@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή