Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Πόλις και Πολιτική: Στοιχειώδεις Ορισμοί (κατ' Αριστοτέλη Σταγειρήτη)

Ως κοινωνία, βρισκόμαστε τα τελευταία δύο χρόνια σε τρομακτική περιδίνηση (κάτι σαν πλυντήριο σε κύκλο στυψίματος 2000 στρ/λ). Έχουμε "ξεβολευτεί" απ' αυτά που ξέραμε, έχουμε βιαστεί ποικιλοτρόπως και απειλούμεθα με άμεση εξαφάνιση. Αντιδρούμε (φυσιολογικά και αναμενόμενα) με όποιον τρόπο μπορούμε, όντας αντιμέτωποι με ένα πολιτικό σύστημα που θεωρούμε εχθρικό ή αδιάφορο προς τα "θέλω" μας.


Κατεβαίνουμε, π.χ., στους δρόμους, διαμαρτυρόμαστε, μουτζώνουμε κτίρια και βουλευτές (και τρώμε άγριο ξύλο γι' αυτό). Ζητάμε (άμεση) Δημοκρατία, γιατί κάπου ακούσαμε τον όρο και μάς άρεσε. Παρωχημένοι (αντιπολιτευτικοί και μη) κομματικοί οργανισμοί προτείνουν μπαγιάτικες λύσεις στο πρόβλημα (ξαναζεσταμένα μακαρόνια) και τούς δίνουμε προσοχή. Φτιάχνουμε "πλατείες", δεκάδες πατριωτικά κινήματα, κόμματα, φρου-φρου κ' αρώματα, blogs, κλπ. Έγκριτοι και (τηλεοπτικώς) γνωστοί συνταγματολόγοι προτείνουν νέα συντάγματα και "νέες" πολιτικές συνταγές (π.χ. http://www.aixmi.gr/index.php/giati-proteinw-sygrothsh-voulis-politwn/). Πατριώτες ακαδημαϊκοί (εντός και εκτός Ελλάδας) προτρέπουν σε άμεση συνεργασία όλα τα πρόσφατα ανανεωτικά κινήματα, προκειμένου ν' αντιμετωπιστεί η "κομματική λαίλαπα" στις επερχόμενες εκλογές (π.χ. http://anarmodios.wordpress.com/2011/08/08/1-412/). Θα υπάρξει αποτέλεσμα; Αμφιβάλλω, αν δεν μάθουμε πρώτα και άμεσα από βέσπα και τούβλα!

  
Ας πούμε ότι εγώ είμαι Αρχιτέκτονας. Έρχεται στο γραφείο μου ο πελάτης Χ και μού αναθέτει το παρακάτω έργο: σχεδίαση κτιρίου τάδε, με λειτουργικές προδιαγραφές τάδε, το οποίο ο πελάτης απαιτεί να κατασκευαστεί, κυρίως, από τούβλα. Εγώ δεν έχω ξαναπαράξει κτίριο με τούβλα (δεν τα γνωρίζω ως υλικό, ας πούμε), πλην όμως γνωρίζω να αρχιτεκτονώ, εν γένει. Τί κάνω εν προκειμένω;
    α) Προσποιούμενος τον παντογνώστη, απαντώ: "φυσικά κ. Χ, τα σχέδιά σας θα είναι έτοιμα σε ένα μήνα" και ανατρέχω στο λεξικό μου για να μάθω περί τούβλων (σιγά μη χάσω τον πελάτη, σιγά μη δείξω την άγνοιά μου). Το λεξικό μού λέει:
 τούβλο το [túvlo] Ο39 : 1. ψημένος πηλός, συνήθ. σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα και διάτρητος, που τον χρησιμοποιούν για την κατασκευή τοίχων 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, κυρίως για μαθητή, που μαθαίνει πολύ δύσκολα, που δεν παίρνει τα γράμματα· ντουβάρι, κούτσουρο...

Όπα, μέγα πρόβλημα! Τί θέλει ο πελάτης Χ; Κτίριο φτιαγμέμο από ορθογώνια πήλινα παραλληλόγραμα σχήματα με τρύπες ή κτίριο φτιαγμένο από (χαζούς) ανθρώπους; Και τα δύο είναι εφικτά για τον αρχιτέκτονα!
    β) Απαντώ στον κ. Χ: "φυσικά κ. Χ, τα σχέδιά σας θα είναι έτοιμα σε ένα μήνα, εφόσον μπορέσουμε να συμφωνήσουμε πρώτα στον επακριβή ορισμό του τούβλου".


Και να για κόψω τις φτηνές φιλοσοφικές χαζομάρες, το παρακάτω κείμενο είναι δημοσιευμένο στο site του 3ου Λυκείου Αγίων Αναργύρων Αττικής - Φιλοσοφικός Λόγος, Αριστοτέλους Πολιτικά, Ενότητα 11 (καταχώρηση Δ. Παριώτη) - κλικ εδώ. Είναι ένα από τα κείμενα που καλούνται να διαβάσουν, αναλύσουν και εμπεδώσουν(;) τα παιδιά μας (οι ακούσιοι κληρονόμοι των αμαρτιών/λαθών μας), άρα ας μήν βαρυγκομήσουμε τον χρόνο που απαιτείται για να το διαβάσουμε και εμείς. Το παραθέτω εδώ, με ελάχιστες περικοπές και παρεμβάσεις (στίξης/διαμόρφωσης παραγράφων). Το ζητούμενο δεν είναι να συμφωνήσουμε ή διαφωνήσουμε με το κείμενο - είναι να προβληματιστούμε και εν τέλει να συμφωνήσουμε μεταξύ μας ως προς το τί είναι "βέσπα" και "τούβλο" ή τί ζητάμε ως Πολίτες! Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα έχει προ πολλού συμφωνήσει στους ορισμούς του, γι' αυτό και μάς παίρνει συνεχώς φαλάγγι! 


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ   ΠΟΛΙΤΙΚΑ

11. Η πόλη είναι  η τελειότερη  μορφή   κοινωνίας

(Ἐπειδή ὁρῶμεν  πᾶσα  πόλη οὖσαν τινά  κοινωνίαν καί πᾶσαν κοινωνίαν συνεστηκυῖαν   ἓνεκεν ἀγαθοῦ  τίνος)
Επειδή βλέπουμε  ότι  κάθε  πόλη  είναι ένα  είδος   κοινότητας (κοινωνικής συμβίωσης) και ότι  κάθε  κοινότητα  έχει συσταθεί  για  την  επίτευξη  κάποιου σκοπού,  
(πάντες πράττουσι  πάντα χάριν τοῦ δικοῦντος  εἶναι ἀγαθοῦ)
γιατί όλοι κάνουν τα πάντα για χάρη αυτού που θεωρούν ότι είναι καλό,
(δῆλον ὡς  μέν   πᾶσαι  στοχάζονται  ἀγαθοῦ  τινός)
είναι φανερό  ότι όλες (οι κοινότητες) επιδιώκουν κάποιο αγαθό,
(μάλιστα δέ  τοῦ  κυριωτάτου   πάντων (στοχάζεται) ἡ κυριωτάτη πασῶν καί περιέχουσα τάς πάσας τάς ἂλλας)
προπάντων  όμως το  ύψιστο από όλα (τα  αγαθά) (επιδιώκει) η ανώτερη από όλες τις κοινωνίες  και η  οποία περικλείει όλες τις άλλες.
(Αὓτη δ'  ἐστίν  ἡ  καλουμένη πόλις  καί  ἡ  κοινωνία  πολιτική)
Και  αυτή   είναι  εκείνη  που  ονομάζεται   πόλη  και  πολιτική   κοινωνία.



Ερμηνευτικά σχόλια


Ορισμός  της πόλεως – τα βασικά της γνωρίσματα
Πόλη: μια μορφή κοινωνικής  συνύπαρξης, ανώτερη από όλες τις άλλες, τις οποίες  περικλείει, και η οποία αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά. Οι όροι έννοια γένους της πόλεως: κοινωνία: το προσεχές γένος της πόλεως, η υπερκείμενη έννοια, η έννοια στην οποία υπάγεται, στης οποίας το πλάτος περιέχεται η έννοια της πόλεως. Ειδοποιός διαφορά: το γνώρισμα το οποίο τη διαφοροποιεί από τις άλλες κοινωνίες είναι το αγαθό προς το οποίο αποβλέπει η πόλη. Η πόλη αποβλέπει στο αγαθό που είναι το κυριώτατο πάντων, και αυτό είναι η ευδαιμονία των πολιτών.

Ο παραγωγικός συλλογισμός της ενότητας
α. προκείμενη :   α. κάθε πόλη είναι μια κοινωνία.
                         β. κάθε κοινωνία  έχει συγκροτηθεί χάριν κάποιου αγαθού
β. προκείμενη :   α. όλες οι κοινωνίες  αποβλέπουν σε κάποιο αγαθό
                         β. κάθε κοινωνία, ανάλογα με τη φύση και το χαρακτήρα της,
αποβλέπει σε διαφορετικό αγαθό.


Συμπέρασμα: Η πόλη, ανώτερη από όλες τις κοινωνίες,  αποβλέπει στο ανώτερο από  όλα τα αγαθά.

Η μεθοδολογία του Αριστοτέλη
Βασικά στοιχεία της αριστοτελικής μεθόδου είναι το επιχείρημα «διά λόγων» και το εμπειρικό δεδομένο «τοῖς φαινομένοις». Η μέθοδος του είναι συγχρόνως και εμπειρική και επιστημονική.
Ορῶμεν: συνεπώς, ο Αριστοτέλης έχει ως αφετηρία για τους συλλογισμούς του την εμπειρία, τα δεδομένα των αισθήσεων, την εμπειρική πραγματικότητα (ανάλογη η αναφορά στην πέτρα και τη φωτιά στην πρώτη ενότητα των Ηθικών). Τα επιχειρήματά του στηρίζονται στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, στα θετικά στοιχεία της εμπειρίας και όχι στην αφηρημένη σκέψη. Αυτά τα χρησιμοποιεί για να συνάγει συμπεράσματα, επομένως είναι εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος.


Ο Αριστοτέλης, όπως και στα άλλα βιβλία του, αρχίζει από τα γενικά και ύστερα αναφέρεται στα επιμέρους θέματα. Θεωρεί δεδομένη την προτεραιότητα του ὅλου σε σχέση με το μέρος. Η ταυτότητα της φύσης ενός πράγματος προηγείται από κάθε επιμέρους στοιχείο του και από τον σκοπό προς τον οποίο αυτό το πράγμα κατατείνει. Με την έκφραση, συνεπώς, λίγο παρακάτω πᾶσαν πόλιν θέτει σε οντολογική προτεραιότητα το σύνολο, δηλαδή την πόλη, έναντι του ατόμου.

Διαδικασία του συλλογισμού για τον ορισμό της πόλεως (πόλης-κράτους) πᾶσα  πόλιν
Ο Αριστοτέλης συνήθιζε να αρχίζει την έκθεσή του με μια γενική  πρόταση και να προχωρεί στη συνέχεια στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων, δηλαδή από τα  γενικά στα  μερικά. Κατά βάθος, πίστευε ότι είναι κατά φύσιν να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, στα γενικά θέματα, και ύστερα να περνάμε στα ειδικά, στα επιμέρους ζητήματα. Τη   μέθοδο που  βρίσκει κατάλληλη για την μελέτη και τη διερεύνηση των  φυσικών  φαινομένων, ο Αριστοτέλης την  εφαρμόζει  για τη μελέτη των πολιτικών  θεμάτων. Αυτό σημαίνει τη  σύλληψη των φαινομένων (φυσικών και πολιτικών) ως ενιαίων και ομοίων.

Ο ορισμός της πόλης που δίνει ο Αριστοτέλης αρχίζει από την έννοια γένους, κοινωνία-κοινωνία τινά οὖσαν, και προχωρεί στην ειδοποιό διαφορά της από τις άλλες κοινωνίες. H διαφορά είναι ο στόχος της, που είναι το «κυριώτατο» από όλα τα αγαθά. Η κοινωνία είναι το προσεχές γένος της πόλης, η έννοια στην οποία υπάγεται (η υπερκείμενη), στης οποίας το πλάτος περιέχεται η έννοια της πόλεως, μαζί με άλλες έννοιες. Ως προς την ειδοποιό διαφορά, δηλαδή το γνώρισμα της πόλης που τη διαφοροποιεί από τις άλλες όμοιες έννοιες, τις άλλες «κοινωνίες», αυτή είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει η πόλη. Η πόλη στοχάζεται ενός αγαθού που είναι το «κυριώτατο πάντων».

Οι όροι του συλλογισμού
Πόλιν: Η πόλη χρησιμοποιείται εδώ με τη σημασία που είχε στους αρχαίους Έλληνες, δηλαδή με τη σημασία του κράτους. Η πόλη-κράτος στα κλασικά χρόνια, είναι μια κοινότητα πολιτών τελείως ανεξάρτητη και κυρίαρχη πάνω στους πολίτες της, η οποία κυβερνιέται με νόμους και συνδέεται στενά με τη λατρεία. Η πόλη έχει εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία. Οι πολίτες είχαν συνείδηση των κοινών δεσμών με τους οποίους ενώνονταν, ενώ δεν είχαν κάνενα δεσμό ή λόγο υποταγής σε άλλη πόλη-κράτος. Οι θεσμοί, οι παραδόσεις και η λατρεία κάθε πόλης-κράτους είχαν χαρακτήρα υποχρεωτικό και οι πολίτες δεν διανοούνται να τα παραβιάσουν. Αντίστοιχα, αναφέρεται ο Θουκυδίδης στο κεφάλαιο 37 του επιταφίου λόγου (Ιστορία, βιβλίο Β, κεφ. 25-46). Ιδιαίτερα, οι νόμοι έδιναν το στίγμα των ελεύθερων και πολιτισμένων ανθρώπων, γιατί με την πειθαρχία των πολιτών σε αυτούς ήταν αδιανόητη η υπακοή σ’ έναν κυρίαρχο τύραννο, συχνά άδικο και ιδιότροπο.
Κοινωνία: ο όρος δηλώνει κάθε μορφή αλληλεξάρτησης των ανθρώπων που προκύπτει από την κοινή ανάγκη και έχει σκοπό να ικανοποιήσει αυτήν την ανάγκη. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα κοινωνῶ που σημαίνει στα αρχαία ελληνικά έχω ή κάνω κάτι μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους, συμμετέχω, παίρνω μέρος μαζί με κάποιους άλλους σε κάτι. Η συμμετοχή αυτή δεν  πραγματοποιείται με συμβατικό  και περιπτωσιακό τρόπο, καθώς πίστευαν οι σοφιστές, αλλά συνιστά μια φυσική ενέργεια, σταθερή, μόνιμη και αναγκαία (πρώτες μορφές κοινωνίας που θα δούμε είναι ο οίκος και η κώμη). Επομένως, κοινωνία είναι ομάδα ανθρώπων που συνυπάρχουν, συνεργάζονται σε κάποιες ενέργειες ή  συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων, έχοντας κάποιον κοινό σκοπό ή ένα επιμέρους, κάθε φορά, συμφέρον. Άλλωστε, όπως αναφέρετα,ι κάθε κοινωνία «ἕνεκεν τινός ἀγαθοῦ συνεστηκυῖαν» .

«κοινωνίαν νεκεν τινός γαθο συνεστηκυαν»
Εδώ πρόκειται για το τελικό αίτιο. Ουσιαστικά έχουμε τη τελεολογική μετάθεση του του αιτίου. Η δημιουργία των πρώτων μορφών κοινωνίας, η οικογένεια και η κοινωνία δεν δημιουργήθηκαν από έναν συνειδητό σκοπό. Τη δημιουργία τους καθορίζει το ορμέμφυτον ως αναγκαίο στοιχείο για τη σύστασή της και η ανάγκη ως προϋπόθεση για τη διασφάλιση της διατήρησης της κοινωνίας. Η ανάγκη αυτή είναι η προϋπόθεση που επιβάλλεται στα άτομα για την διασφάλιση του βίου, για τη διατήρησή του. Το επιχείρημα αυτό γενικεύει την τάση της ενσυνείδητης ατομικής ενέργειας για μια κατάσταση που υφίσταται δυνάμει και είναι δυνάμει παθητική και όχι βουλήσει ενεργητική. Η επικοινωνία και η συμμετοχή των ανθρώπων σε μια κοινωνία αποβλέπουν στην ικανοποίηση ενός αγαθού, δηλαδή έχουν στόχο την ικανοποίηση κάποιας κοινής ανάγκης. Η ανάγκη αυτή ερμηνεύεται ως ωφέλεια και είναι ο σκοπός μιας κοινωνίας. Πράγματι, «το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος στον κόσμο, είτε έμβιο είναι, είτε εργαλείο, είτε κοινωνία, πρέπει να αναζητηθεί στον σκοπό της ύπαρξής του. Ο Αριστοτέλης αναζητεί την ερμηνεία των όντων όχι στην αρχή της ανάπτυξής τους, αλλά στη τελική μορφή που είναι και ο προορισμός τους.

Η τελεολογική θεώρηση (σημ.: τέλος = στόχος, σκοπός)
«ἀγαθοῦ τινός ἕνεκεν», «άγαθοῦ χάριν», «ἀγαθοῦ τινός στοχάζονται», «μάλιστα τού κυριωτάτου πάντων (στοχάζεται): Οι  φράσεις δείχνουν την χαρακτηριστική και εδώ τελεολογική σκέψη του Αριστοτέλη. Κάθε πράγμα στη φύση δεν είναι αυθαίρετο, τυχαίο, αλλά έχει ένα σκοπό, προσδιορίζεται από ένα τέλος. Όλοι κάνουν τα πάντα για ένα σκοπό, το αγαθό, όλες οι κοινωνίες έχουν  συσταθεί με ένα σκοπό και η πολιτική κοινωνία στοχεύει στο ανώτερο αγαθό. Συνεπώς,  θεωρεί ότι το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος στον κόσμο πρέπει να αναζητηθεί στο σκοπό της ύπαρξής του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σύσταση και η λειτουργία κάθε κοινωνίας στοχεύει στην κατάκτηση κάποιου αγαθού, οι πράξεις των ανθρώπων αποσκοπούν σε κάποιο αγαθό και η πόλις ή αλλιώς η πολιτική κοινωνία επιδιώκει το ανώτερο από όλα τα αγαθά.

Ή κυριωτάτη πασῶν καί περιέχουσα τάς πάσας  τάς   ἂλλας
"περιέχουσα πάσας τάς ἄλλας": στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις διάφορες κοινωνίες, που η καθεμιά τους έχει ένα επιμέρους συμφέρον. Αυτοί, π.χ., που πολεμούν, επιδιώκουν όλοι μαζί τον πλούτο ή τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, κάτι το ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο. Αυτές τις κοινωνίες ο Αριστοτέλης τίς θεωρεί μόρια τής πολιτικής κοινωνίας και τίς τοποθετεί σε θέση υποδεέστερη από αυτή. Η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει σε ένα ειδικό συμφέρον, στο κατά περίπτωση συμφέρον της συγκυρίας, αλλά σε αυτό που αφορά ἅπαντα τόν βίον.


Αναλυτικά: οι άλλες κοινωνίες που αναφέρθηκαν (πάσας τάς ἄλλας) βρίσκονται εξελικτικά και ιεραρχικά κάτω από το επίπεδο της πόλης, αποτελούν  τμήματα της πολιτικής  κοινωνίας. Επιδιώκουν  κάποιο ειδικό πάντα  συμφέρον  και  εξασφαλίζουν  κάτι  από τα αναγκαία τους. Έχουν επιμέρους στόχους και αναφέρονται σε ειδικά τμήματα της κοινωνίας.


Αντίθετα, η  πολιτική κοινωνία  φαίνεται ότι υπάρχει  για το κοινό  συμφέρον  και από την αρχή για τον λόγο αυτό σχηματίστηκε και για αυτό λόγο παραμένει. Η πόλις, ή πολιτική κοινωνία, είναι ιεραρχικά ανώτερη από τις επιμέρους κοινότητες που ενσωματώνει. Ο άνθρωπος, στα πλαίσια της πόλης, επιτυγχάνει την εκπλήρωση «τοῦ κυριωτάτου πάντων τῶν ἀγαθῶν», μέσα στα πλαίσια της «κυριωτάτης πασῶν» (τῶν κοινωνιῶν) τῆς περιεχούσης πάσας τάς ἄλλας». Για αυτό το πράγμα και οι νομοθέτες  σκέπτονται, και ισχυρίζονται ότι  είναι δίκαιο  αυτό που είναι  συμφέρον  για  όλους. Οι  άλλες  κοινωνίες  επιθυμούν  τα  επιμέρους του κοινού  συμφέροντος, για παράδειγμα οι ναυτικοί  τα  κέρδη από τα  ταξίδια  των  πλοίων ή κάτι  σχετικό, αυτοί που   εκστρατεύουν  μαζί με άλλους  τα κέρδη  από τον  πόλεμο, είτε  είναι  χρήματα, είτε η νίκη, είτε η επιθυμία κατάκτησης  μιας πόλης. Η  πολιτική κοινωνία  δεν  επιδιώκει το  πρόσκαιρο  συμφέρον, αλλά αυτό που είναι για όλη τη ζωή, για το παντοτινό,το  διαρκές. Οι υπόλοιπες κοινωνίες  φαίνονται να είναι  τμήματα  της πολιτικής  κοινωνίας . 

Η έννοια του ἀγαθοῦ και της εὐδαιμονίας
Η έννοια του ἀγαθοῦ αναφέρεται τρεις φορές και τις δυο από αυτές προσδιορίζεται με την αόριστη αντωνυμία τινός, ενώ στην τρίτη με τη μετοχή δοκοῦντος, γεγονός το οποίο δείχνει τον αόριστο και υποκειμενικό χαρακτήρα του αγαθού το οποίο ταυτίζεται με το προσωπικό και εφήμερο συμφέρον, το οποίο μπορεί να είναι ακόμη και κάτι κακό.


Την τελευταία φορά, η αναφορά στο ἀγαθόν δεν είναι άμεση, ο Αριστοτέλης το αναφέρει ως «τό κυριώτατον πάντων». Αυτό το άγαθόν, το ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν,  είναι η ευδαιμονία για την οποία γίνεται αναλυτικά λόγος στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων. Η ευδαιμονία αρχικά σήμαινε την εύνοια του θείου, επομένως κάτι που δεν το πετυχαίνει ο άνθρωπος μόνος του, αλλά του το δίνει ο θεός (ανάλογη και η σημασία της λέξης "ευτυχία"). Ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος δίνουν διαφορετικό περιεχόμενο στον όρο και  διατυπώνουν την άποψη ότι δεν προέρχεται από το θείο, αλλά ότι εξαρτάται από τις ατομικές πράξεις και την ενάρετη δράση που αναπτύσσει ο άνθρωπος.


Η ευδαιμονία για τον Αριστοτέλη  αποτελεί τον σκοπό της ηθικής και της πολιτικής. Η ευδαιμονία ορίζεται όχι ως κατάσταση αλλά ως ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής. Ο ορισμός αυτός αφορά την ευδαιμονία ως υπέρτατο αγαθό στον ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία είναι και ο κύριος προορισμός της πόλεως (το υπέρτατο τέλος της).

Κυριωτάτου   πάντων: Το κυριώτατο  πάντων είναι η ευδαιμονία, υπέρτατος  στόχος  και  υπέρτατο τέλος της  πόλεως. Ο φιλόσοφος  δέχεται  την  σύμπτωση  του  υπέρτατου  αγαθού για το άτομο, με το  υπέρτατο  αγαθό για την πόλη  και  αντίστροφα. Αυτό σημαίνει  ότι, όπως  η  ευδαιμονία  του  ατόμου επιτυγχάνεται  με  τις  πράξεις  του  ατόμου, έτσι  και με τις  πράξεις  των  ανθρώπων  ως  πολιτών  επιτυγχάνεται  και η  ευδαιμονία της πόλεως. Με το  νόημα αυτό, η  ατομική  συμπεριφορά  έχει  καθαρά  πολιτικό περιεχόμενο, οι  πράξεις  των  ανθρώπων  έχουν  πολιτικές  συνέπειες, συνεπάγονται  δηλαδή  την  εὐδαιμονία τῆς πόλεως ή το αντίθετό της. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας.

Με βάση τα παραπάνω, η τελειότατη πολιτεία εξαρτάται από τις εξής  προϋποθέσεις:
α) περιέχει όλες τις μορφές της πολιτικής οργάνωσης,
β) στοχεύει στην κατάκτηση του ἀγαθοῦ.


Αυτή τη μορφή κοινωνίας ο Αριστοτέλης την ονομάζει πόλιν ή πολιτική κοινωνία. Με το επίθετο πολιτική τονίζεται ότι οι πολίτες, όχι ως άτομα πλέον, αλλά ως μέλη μιας κοινωνίας που λέγεται πόλις, έχουν ως στόχο (στοχάζονται)  το κυριώτατον ἀγαθόν, την ευδαιμονία, η οποία είναι το αποκορύφωμα των αρετών. Η αριστοτελική ηθική φιλοσοφία είναι η προϋπόθεση για το πέρασμα στην πολιτική φιλοσοφία και η ευδαιμονία αποτελεί τον σκοπό και της ηθικής και της πολιτικής.

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τη  συγκρότηση της πόλεως
Ο Αριστοτέλης επιθυμεί να αντικρούσει τις απόψεις των σοφιστών ότι η ύπαρξη της πόλης είναι συμβατική, οφείλεται στο θετό νόμο και επομένως είναι αντίθετη στη φύση του ανθρώπου. Ο Πρωταγόρας ανήκει στους σοφιστές που υπερασπίζονται το νόμο, εξηγεί τη σύσταση της πόλης από την ανάγκη (προστασίας από τα θηρία, επιβίωσης), αλλά τονίζει ότι χωρίς την ανάπτυξη της αιδούς και της δίκης και της πολιτικής αρετής, δεν μπορούσε να υπάρχει πόλη. Η δυνατότητα  ανάπτυξης της πολιτικής αρετής ενυπάρχει στον άνθρωπο, αλλά αναπτύσσεται με τη διδασκαλία και τη ζωή στην κοινωνία. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, αιτία της σύστασης των πόλεων είναι  η έλλειψη αυτάρκειας του ανθρώπου  ως  ατόμου και η αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη  μπορεί   να  εξηγηθεί  ως  στάση που οδηγεί στον καταμερισμό της εργασίας  και στην εξειδίκευση, στην οποία  στηρίζεται  και η ανάπτυξη της  πόλης...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου